θέρμια

θέρμια
θέρμιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Пойкилотермия — (от греч. ποικίλος  различный, переменчивый и θερμία  тепло; также эктотермность; ранее использовался термин холоднокровность)  эволюционная адаптация вида или (в медицине и физиологии) состояние организма, при котором температура… …   Википедия

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροθερμία — η 1. φυσ. η εφαρμογή τών νόμων τής φυσικής για τη μετατροπή τής ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα 2. ιατρ. η διαθερμία*, η παραγωγή θερμότητας με ηλεκτρικό ρεύμα για θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrothermy <… …   Dictionary of Greek

  • υποθερμία — (Ιατρ.). Η πτώση της θερμοκρασίας του σώματος κάτω από τα φυσιολογικά όρια. Παρατηρείται στην περίοδο της ανάρρωσης από σοβαρές παθήσεις, σε λιμό, στη χολέρα, την έντονη διάρροια των παιδιών, σε πολλών μορφών δηλητηριάσεις, στην ουραιμία, την… …   Dictionary of Greek

  • Κύθνος — η νησί των Κυκλάδων, Θερμιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”